- ωοφαγία
- η употребление в пищу большого количества яиц
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ωοφαγία — η, Ν διατροφή κυρίως με αβγά, το να τρώει κανείς πολλά αβγά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωοφάγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
-φαγία — ΝΜΑ β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε φάγος* ή από ρ. σε φαγώ (για την ετυμολ. και σημ. τών λ. βλ. λήμμα φαγος).Παραδείγματα λ. με β συνθετικό φαγία: αδηφαγία, ανθρωποφαγία, ζωοφαγία, ιχθυοφαγία, κρεοφαγία / … Dictionary of Greek